- πηγόρρυτος
- πηγό-ρρῠτος, ον,A flowing from a spring,
ἰκμάδες Orph.H.83.5
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἰκμάδες Orph.H.83.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πηγόρρυτος — ον, Α αυτός που ρέει από πηγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηγή + ρρυτος (< ῥέω), πρβλ. μελί ρρυτος] … Dictionary of Greek
πηγόρρυτοι — πηγόρρυτος flowing from a spring masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)